- έξαρθρος
- ἔξαρθρος, -ον (Α)1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.)2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾱλλον ἔξαρθροι πεφύκασι», Ιπποκρ.)3. αυτός που ακρωτηριάστηκε, που τού κόπηκαν τα άρθρα, τα μέλη τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.