έξαρθρος

έξαρθρος
ἔξαρθρος, -ον (Α)
1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.)
2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾱλλον ἔξαρθροι πεφύκασι», Ιπποκρ.)
3. αυτός που ακρωτηριάστηκε, που τού κόπηκαν τα άρθρα, τα μέλη τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔξαρθρος — dislocated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξαρθρον — ἔξαρθρος dislocated masc/fem acc sg ἔξαρθρος dislocated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρθροις — ἔξαρθρος dislocated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρθρου — ἔξαρθρος dislocated masc/fem/neut gen sg ἐξαρθρόω dislocate pres imperat act 2nd sg ἐξαρθρόω dislocate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρθρους — ἔξαρθρος dislocated masc/fem acc pl ἐξαρθρόω dislocate imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρθρων — ἔξαρθρος dislocated masc/fem/neut gen pl ἐξαρθρόω dislocate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐξαρθρόω dislocate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξαρθρα — ἔξαρθρος dislocated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξαρθροι — ἔξαρθρος dislocated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”